- ενθέτω
- και εντίθημι (AM ἐντίθημι)τοποθετώ κάτι μέσα σε άλλο, παρενθέτω, παρεμβάλλωαρχ.1. μτφ. εμβάλλω, προσφέρω αγαθό που λείπει («νῡν δ' ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῡν», Φερεκρ.)2. (ιδίως για νήπια) βάζω κάτι στο στόμα3. τοποθετώ ανάμεσα, παρεμβάλλω4. (και μέσ.) βάζω επάνω, τοποθετώ5. επιθέτω*6. τοποθετώ κάτι σε αρχείο7. καταθέτω, διατυπώνω, εκθέτω8. ενοφθαλμίζω, μπολιάζω9. ιατρ. (για καυτηρίαση) προκαλώ10. μέσ. τρώγω («ἐνθοῡ» — φάγε, Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.